-
1 Aim at
v. trans.With a weapon: P. and V. στοχάζεσθαι (gen.).With an arrow: P. and V. τοξεύειν (εἰς, acc., rarely acc. alone (Xen.), V. also gen.).He aimed his arrow at another: V. ἄλλῳ δʼ ἐπεῖχε τόξα (Eur., H. F. 984).Aim at ( generally): P. and V. στοχάζεσθαι (gen.), ἐφίεσθαι (gen.), ὀρέγεσθαι (gen.), ὀριγνᾶσθαι (gen.) (rare P. and V.), V. τοξεύειν (gen.).The very deed shows us at what we must aim: V. αὐτὸ δηλοῖ τοὔργον ᾗ τείνειν χρεών (Eur., Or. 1129).He proposes a personal decree aimed against an individual: ὁ δὲ ἐπʼ ἀνδρὶ γράφει ψήφισμα ἴδιον (Dem., 692).Well-aimed, adj.: V. εὔστοχος, εὔσκοπος.Aiming well, adj.: P. and V. εὔστοχος (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Aim at
См. также в других словарях:
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek